Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
added
/ˈæd.ɪd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προστέθηκε, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθεται, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
adjustable
/əˈjəstəbəl/ = ADJECTIVE: ευκανόνιστος, ευπροσάρμοστος;
USER: ρυθμιζόμενο, ρυθμιζόμενη, ρυθμιζόμενα, ρυθμιζόμενες, ρυθμιζόμενος
GT
GD
C
H
L
M
O
affordable
/əˈfɔː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: προμηθευτός;
USER: προσιτή, προσιτές, προσιτό, οικονομικά, προσιτά
GT
GD
C
H
L
M
O
air
/eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς;
ADJECTIVE: αεροπορικός;
VERB: αερίζω;
USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
appealing
/əˈpiː.lɪŋ/ = VERB: απικαλούμαι, κάνω ένσταση;
USER: ελκυστικό, ελκυστική, ελκυστικά, ελκυστικές, έκκληση
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
area
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
armrest
= USER: υποβραχιόνιο, στήριγμα βραχίονα, υποβραχιονίου, το υποβραχιόνιο, armrest,
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
aspect
/ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις;
USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
aspects
/ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις;
USER: πτυχές, θέματα, πτυχών, τις πτυχές, πτυχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
atacama
= USER: Atacama, Ατακάμα, Atacama της, της Ατακάμα,
GT
GD
C
H
L
M
O
attention
/əˈten.ʃən/ = NOUN: σημασία, περίθαλψη;
USER: προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη
GT
GD
C
H
L
M
O
automatic
/ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο;
ADJECTIVE: αυτόματος;
USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα
GT
GD
C
H
L
M
O
bar
/bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο;
VERB: κωλύω, αποθαρρύνω;
USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
behind
/bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος;
USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
boasts
/bəʊst/ = NOUN: καύχημα;
USER: μπορεί να υπερηφανεύεται, υπερηφανεύεται, μπορεί να υπερηφανεύεται για, υπερηφανεύεται για, διαθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
brand
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand
GT
GD
C
H
L
M
O
brief
/briːf/ = ADJECTIVE: σύντομος, βραχύς;
NOUN: περίληψη;
VERB: συνοψίζω;
USER: σύντομος, σύντομη, σύντομο, συνοπτική, σύντομες
GT
GD
C
H
L
M
O
bright
/braɪt/ = ADJECTIVE: λαμπερός, λαμπρός, ευφυής;
USER: ευφυής, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό
GT
GD
C
H
L
M
O
budget
/ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός;
VERB: προϋπολογίζω;
USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
category
/ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη;
USER: κατηγορία, κατηγορίας, την κατηγορία, περιποίηση, της κατηγορίας
GT
GD
C
H
L
M
O
challenge
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
champions
/ˈtʃæm.pi.ən/ = NOUN: πρωταθλητής, υπερασπιστής, υπερμεγέθης;
USER: πρωταθλητές, πρωταθλητών, Champions, Τσάμπιονς, πρωταθλήτρια
GT
GD
C
H
L
M
O
character
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
chrome
/krəʊm/ = NOUN: χρώμιο;
USER: χρώμιο, Chrome, χρωμίου, χρωμέ, το Chrome
GT
GD
C
H
L
M
O
client
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client
GT
GD
C
H
L
M
O
color
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία;
ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός;
VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα;
USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
GT
GD
C
H
L
M
O
colors
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρωματιστά;
USER: χρώματα, χρωμάτων, τα χρώματα, χρώμα
GT
GD
C
H
L
M
O
comfort
/ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο;
VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω;
USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση
GT
GD
C
H
L
M
O
community
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
conditioning
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: αιρ-κοντίσιον;
USER: κλιματισμού, Κλιματισμός, conditioning, κλιματισμό, μπάνιου
GT
GD
C
H
L
M
O
connection
/kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία;
USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο
GT
GD
C
H
L
M
O
console
/kənˈsəʊl/ = NOUN: κονσόλα;
VERB: παρηγορώ;
USER: κονσόλα, παρηγορήσει, κονσόλας, παρηγορήσω, παρηγορήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
cool
/kuːl/ = ADJECTIVE: δροσερός, ψυχρός, ψύχραιμος, απαθής, ατάραχος;
VERB: δροσίζω, κρυώνω, ψύχω;
USER: δροσερός, δροσερό, δροσερά, δροσερή, κρυώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
dashboard
/ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου;
USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου
GT
GD
C
H
L
M
O
den
/den/ = NOUN: φωλιά, λημέρι, καταγώγιο, τρώγλη, κρυσφύγετο, φωλιά θηρίου, ιδιαίτερο δωμάτιο, καμαρούλα;
USER: φωλιά, den, κρησφύγετο, ντεν
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
designer
/dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής;
USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν
GT
GD
C
H
L
M
O
details
/ˈdiː.teɪl/ = NOUN: καθέκαστα, μικροπράματα;
USER: λεπτομέρειες, στοιχεία, στοιχείων, πληροφορίες, στοιχείων της, στοιχείων της
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
door
/dɔːr/ = NOUN: πόρτα;
ADJECTIVE: θύρα;
USER: πόρτα, θύρα, πόρτας, θύρας, θυρών, θυρών
GT
GD
C
H
L
M
O
driver
/ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός;
USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
duster
/ˈdʌs.tər/ = NOUN: ξεσκονόπανο, ξεσκονιστήρι;
USER: ξεσκονόπανο, duster, ξεσκονόπανων, θειωτήρας, ξεσκονιστήρι
GT
GD
C
H
L
M
O
dynamics
/daɪˈnæm.ɪks/ = NOUN: δυναμική;
USER: δυναμική, δυναμικής, δυναμικές, δυναμική της, τη δυναμική
GT
GD
C
H
L
M
O
embrace
/ɪmˈbreɪs/ = VERB: αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι;
NOUN: εναγκαλισμός, περίπτυξη;
USER: αγκαλιάζω, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
engine
/ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας;
USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enhance
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
enhanced
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενισχυμένη, ενισχυμένης, αυξημένη, ενισχυμένο, βελτιωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
enthusiastic
/enˌTHo͞ozēˈastik/ = ADJECTIVE: ενθουσιώδης;
USER: ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιασμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
equipment
/ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός;
USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
ergonomics
/ˌɜː.ɡəˈnɒm.ɪks/ = USER: εργονομία, εργονομίας, την εργονομία, η εργονομία
GT
GD
C
H
L
M
O
ever
/ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε;
USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
expects
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένει, προσδοκά, αναμένει ότι, αναμένει από, περιμένει
GT
GD
C
H
L
M
O
f
/ef/ = USER: φά, στ,
GT
GD
C
H
L
M
O
features
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
featuring
/ˈfiː.tʃər/ = VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηρίζει, διαθέτει, που χαρακτηρίζει, που διαθέτει, διαθέτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
finishes
/ˈfɪn.ɪʃ/ = NOUN: φινίρισμα, τέλος, επεξεργασία;
VERB: τελειώνω, τελειοποιώ, περατώ;
USER: τελειώματα, φινιρίσματα, τελειώνει, φινίρισμα, τέρματα, τέρματα
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
flush
/flʌʃ/ = NOUN: έξαψη, ερύνθημα, συρροή;
VERB: κοκκινίζω, ερυθριώ, εξάπτω, κατακλύζω, εξάπτομαι, εκπλύνω, εκπλύνομαι;
ADJECTIVE: άφθονος, ισόπεδος, πλήρης;
USER: ξεπλύνετε, ξεπλένετε, διοχέτευση, καθαρίσουμε, έκπλυση
GT
GD
C
H
L
M
O
focused
/ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fully
/ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα;
USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
fun
/fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο;
USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
gap
/ɡæp/ = NOUN: χάσμα, άνοιγμα;
USER: χάσμα, άνοιγμα, θέση, κενό, χάσματος
GT
GD
C
H
L
M
O
generation
/ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, γενεά, γέννηση;
USER: παραγωγή, γενεά, γενιά, γενιάς, παραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
generous
/ˈdʒen.ər.əs/ = ADJECTIVE: γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, γενναίος, ανοιχτοχέρης;
USER: γενναιόδωρος, γενναιόδωρη, γενναιόδωρο, πλούσιο, γενναιόδωρες
GT
GD
C
H
L
M
O
genesis
/ˈdʒen.ə.sɪs/ = NOUN: γένεση, γένεσις;
USER: γένεση, Genesis, Γένεσης, Γένεσις, γένεσή
GT
GD
C
H
L
M
O
grain
/ɡreɪn/ = NOUN: σιτηρά, κόκκος, στάρι, υφή, διεύθυνση των ίνων ξύλου χαρτού;
USER: σιτηρά, κόκκος, σιτηρών, κόκκους, δημητριακών
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
hard
/hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά;
ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς;
USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
harmony
/ˈhɑː.mə.ni/ = NOUN: αρμονία, σύμπνοια, συγχορδία, συμμετρία;
USER: αρμονία, αρμονίας, την αρμονία, της αρμονίας, αρμονικά
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
higher
/ˈhaɪ.ər/ = USER: υψηλότερα, υψηλότερες, υψηλότερη, υψηλότερο, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
iconic
/aɪˈkɒn.ɪk/ = USER: εικονική, εικονικό, εμβληματικά, εμβληματικό, εικονικά
GT
GD
C
H
L
M
O
ideas
/aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα;
USER: ιδέες, ιδεών, τις ιδέες, ιδέες για, οι ιδέες
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
improved
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν, βελτίωση, βελτιωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
improves
/imˈpro͞ov/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτιώνει, βελτιώνει την, βελτιώνεται, βελτιώνει τη, βελτίωση
GT
GD
C
H
L
M
O
improving
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση, βελτίωση της, τη βελτίωση της, βελτιώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
industrial
/ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός;
USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές
GT
GD
C
H
L
M
O
instagram
/ˈɪn.stə.ɡræm/ = USER: instagram, του Instagram, το Instagram,
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
interesting
/ˈɪn.trəs.tɪŋ/ = ADJECTIVE: ενδιαφέρων;
USER: ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες
GT
GD
C
H
L
M
O
interior
/ɪnˈtɪə.ri.ər/ = NOUN: εσωτερικό;
ADJECTIVE: εσωτερικός, ενδότερος;
USER: εσωτερικό, εσωτερικός, Εσωτερικών, εσωτερική, εσωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
larger
/lɑːdʒ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος, μείζων;
USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
lateral
/ˈlæt.rəl/ = ADJECTIVE: πλευρικός, πλάγιος;
USER: πλευρικός, πλευρική, πλευρικής, πλευρικές, πλάγια
GT
GD
C
H
L
M
O
launch
/lɔːntʃ/ = NOUN: εκτόξευση, μεγάλη λέμβος, πλοιάριο;
VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ;
USER: εκτόξευση, ξεκινήσει, έναρξη, δρομολογήσει, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
longer
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος;
ADVERB: περισσότερα, μακρότερα;
USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
lumbar
/ˈlʌm.bər/ = ADJECTIVE: οσφυακός της μέσης;
USER: οσφυϊκή, οσφυϊκής, οσφυϊκή μοίρα της, οσφυϊκή μοίρα, οσφυϊκής μοίρας
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
materials
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
GT
GD
C
H
L
M
O
meanwhile
/ˈmiːn.waɪl/ = USER: Εν τω μεταξύ,, εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, Στο μεταξύ, μεταξύ
GT
GD
C
H
L
M
O
mobilized
/ˈməʊ.bɪ.laɪz/ = VERB: κινητοποιώ, επιστρατεύω;
USER: κινητοποιηθούν, κινητοποιείται, κινητοποιήθηκαν, κινητοποιούνται, κινητοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
model
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο
GT
GD
C
H
L
M
O
modernized
= USER: εκσυγχρονισμένο, εκσυγχρονισμένη, εκσυγχρόνισε, εκσυγχρονιστεί, εκσυγχρονιστούν,
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
motor
/ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ;
ADJECTIVE: κινητήριος;
VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο;
USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
native
/ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος;
USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
offers
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
orange
/ˈɒr.ɪndʒ/ = NOUN: πορτοκάλι, πορτοκαλέα;
ADJECTIVE: πορτοκαλόχρους;
USER: πορτοκάλι, πορτοκαλί, Orange, Όραντζ, πορτοκαλιού, πορτοκαλιού
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
panels
/ˈpæn.əl/ = NOUN: πίνακας, φάτνωμα, κατάλογος ένορκων;
USER: πάνελ, πίνακες, συλλέκτες, πλάκες, πινάκων
GT
GD
C
H
L
M
O
pay
/peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία;
VERB: πληρώνω, προσφέρω;
USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
perceived
/pəˈsiːv/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διορώ;
USER: αντιληπτή, αντιληπτό, αντιλαμβάνονται, αντιληπτές, θεωρείται
GT
GD
C
H
L
M
O
phenomenon
/fəˈnɒm.ɪ.nən/ = NOUN: φαινόμενο;
USER: φαινόμενο, φαινομένου, το φαινόμενο, φαινόμενο που, φαινόμενο αυτό
GT
GD
C
H
L
M
O
piano
/piˈæn.əʊ/ = NOUN: πιάνο, κλειδοκύμβαλο;
ADVERB: άνω σιγά;
USER: πιάνο, πιάνου, piano, στο πιάνο, πιάνων
GT
GD
C
H
L
M
O
places
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέσεις, χώρους, μέρη, σημεία, τόπους
GT
GD
C
H
L
M
O
presence
/ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
GT
GD
C
H
L
M
O
previous
/ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός;
USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
program
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
proud
/praʊd/ = ADJECTIVE: υπερήφανος, περήφανος, φιλότιμος;
USER: υπερήφανος, περήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανη
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
putting
/ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
raised
/reɪz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: έθεσε, ανέκυψαν, εγείρει, προέβαλε, τέθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
range
/reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα;
VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
redesigned
/ˌriːdɪˈzaɪnd/ = USER: επανασχεδιαστεί, επανασχεδιασμένο, ανασχεδιασμένο, επανασχεδιάστηκε, επανασχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
revamped
/ˌriːˈvæmp/ = VERB: ανακαινίζω;
USER: ανανεωμένη, ανανεωμένο, ανανεωμένης, ανανεωθεί, ανακαινισμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
reworked
/rēˈwərk/ = USER: επαναδιατυπώθηκε, αναδιατύπωση, τροποποιημένο, επαναδιατυπωθεί, αναδιατυπωθεί"
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
robust
/rəʊˈbʌst/ = ADJECTIVE: εύρωστος, ρωμαλέος, εύσωμος;
USER: εύρωστος, ισχυρή, ισχυρό, εύρωστη, εύρωστο
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
satin
/ˈsæt.ɪn/ = NOUN: σατέν, ατλάζι;
USER: σατέν, Satin, Σατινέ, Ματ, Εντυπωσιακό σατέν
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
seat
/siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία;
VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω;
USER: κάθισμα, έδρα, θέση, καθίσματος, έδρας
GT
GD
C
H
L
M
O
seating
/ˈsiː.tɪŋ/ = VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω;
USER: καθιστικό, καθίσματα, καθισμάτων, καθιστικού, θέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
seats
/siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία;
VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω;
USER: θέσεις, καθίσματα, θέσεων, έδρες, καθισμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
shaped
/ʃeɪpt/ = ADJECTIVE: σχηματισμένος;
USER: σχήμα, σχήματος, σε σχήμα, διαμορφωμένο, μορφής
GT
GD
C
H
L
M
O
shockingly
/ˈʃɒk.ɪŋ/ = USER: σοκαριστικά, συγκλονιστικά, σκανδαλωδώς, shockingly, συγκλονιστικό
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
sing
/sɪŋ/ = VERB: τραγουδώ, ψάλλω, άδω;
NOUN: νόημα;
USER: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
GT
GD
C
H
L
M
O
skipped
/skɪp/ = VERB: παραλείπω, πηδώ, χοροπηδώ, υπερπηδώ;
USER: παραλείφθηκε, υπερπήδηση, παραλείπονται, παραλείπεται, παραλειφθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
solid
/ˈsɒl.ɪd/ = ADJECTIVE: στερεός, συμπαγής, ατόφιος, μονόχρωμος, σύσσωμος;
NOUN: στέρεο;
USER: στερεός, στέρεο, συμπαγής, στερεό, στερεά
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
spacious
/ˈspeɪ.ʃəs/ = ADJECTIVE: ευρύχωρος, άνετος, εκτεταμένος;
USER: ευρύχωρο, ευρύχωρα, ευρύχωρη, ευρύχωρες, άνετα
GT
GD
C
H
L
M
O
speakers
/ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής;
USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
statutory
/ˈstæt.jʊ.tər.i/ = ADJECTIVE: θεσπισμένος, νομοθετημένος;
USER: εκ του νόμου, υποχρεωτικό, του νόμου, νόμου, νόμιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
stowage
/ˈstōij/ = NOUN: στοίβασμα;
USER: στοιβασία, στοιβασίας, στοιβάγματος, η στοιβασία, αποθηκευτικό,
GT
GD
C
H
L
M
O
strong
/strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη
GT
GD
C
H
L
M
O
style
/staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό;
VERB: προσαγορεύω;
USER: στυλ, ύφος, στιλ, το στυλ, το ύφος, το ύφος
GT
GD
C
H
L
M
O
styling
/staɪl/ = VERB: προσαγορεύω;
USER: styling, στυλ, φορμάρισμα, το styling, φορμάρισμα των
GT
GD
C
H
L
M
O
subscribe
/səbˈskraɪb/ = VERB: υπογράφω, συνεισφέρω, εγκτάφομαι συνδρομητής;
USER: εγγραφείτε, εγγραφή, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
subtitles
/ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος;
USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
supporters
/səˈpɔː.tər/ = NOUN: υποστηρικτής;
USER: υποστηρικτές, οπαδών, υποστηρικτές του, οι υποστηρικτές, υποστηρικτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suv
/ˌes.juːˈvi/ = USER: SUV, SUV της"
GT
GD
C
H
L
M
O
switch
/swɪtʃ/ = NOUN: διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, κινητοί συνδετικοί ράβδοι σιδηροδρόμου, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος, βέργα;
VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση;
USER: αλλαγή, διακόπτης, μεταβείτε, εναλλαγή, στραφούν
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
totally
/ˈtəʊ.təl.i/ = ADVERB: καθ' ολοκληρίαν;
USER: εντελώς, απόλυτα, συνολικά, τελείως, πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
twitter
/ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα;
VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι;
USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για
GT
GD
C
H
L
M
O
unveiled
/ʌnˈveɪl/ = VERB: αποκαλύπτω;
USER: αποκαλυπτήρια, παρουσίασε, αποκάλυψε, παρουσιάστηκε, παρουσιαστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
updated
/ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω;
USER: ενημέρωση, επικαιροποιημένο, ενημερωμένο, ενημερώνεται, ενημερώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
upholstery
/əpˈhōlst(ə)rē,əˈpōl-/ = NOUN: ταπετσαρία, επιπλόστρωση, παραπετάσματα;
USER: ταπετσαρία, Ταπετσαρίες, ταπετσαρίας, ταπετσαριών, επιπλώσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
van
/væn/ = NOUN: βαν, φορτηγό, βαγόνι αποσκευών, πρωτοπορεία, σκεπασμένο κάρο μετακομίσεως;
USER: βαν, φορτηγό, Van
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
visible
/ˈvɪz.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ορατός, θεατός;
USER: ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές
GT
GD
C
H
L
M
O
vivid
/ˈvɪv.ɪd/ = ADJECTIVE: ζωντανός, ζωηρός;
USER: ζωηρός, ζωντανός, ζωντανή, ζωντανά, ζωντανές
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
wonderful
/ˈwʌn.də.fəl/ = ADJECTIVE: θαυμάσιος, υπέροχος, θαυμαστός, αξιοθαύμαστος;
USER: θαυμάσιος, υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο, θαυμάσια
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
225 words