Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
added /ˈæd.ɪd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προστέθηκε, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθεται, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
adjustable /əˈjəstəbəl/ = ADJECTIVE: ευκανόνιστος, ευπροσάρμοστος; USER: ρυθμιζόμενο, ρυθμιζόμενη, ρυθμιζόμενα, ρυθμιζόμενες, ρυθμιζόμενος

GT GD C H L M O
affordable /əˈfɔː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: προμηθευτός; USER: προσιτή, προσιτές, προσιτό, οικονομικά, προσιτά

GT GD C H L M O
air /eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς; ADJECTIVE: αεροπορικός; VERB: αερίζω; USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
appealing /əˈpiː.lɪŋ/ = VERB: απικαλούμαι, κάνω ένσταση; USER: ελκυστικό, ελκυστική, ελκυστικά, ελκυστικές, έκκληση

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
armrest = USER: υποβραχιόνιο, στήριγμα βραχίονα, υποβραχιονίου, το υποβραχιόνιο, armrest,

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
aspect /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο

GT GD C H L M O
aspects /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: πτυχές, θέματα, πτυχών, τις πτυχές, πτυχές που

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
atacama = USER: Atacama, Ατακάμα, Atacama της, της Ατακάμα,

GT GD C H L M O
attention /əˈten.ʃən/ = NOUN: σημασία, περίθαλψη; USER: προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη

GT GD C H L M O
automatic /ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο; ADJECTIVE: αυτόματος; USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα

GT GD C H L M O
bar /bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο; VERB: κωλύω, αποθαρρύνω; USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
behind /bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος; USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
boasts /bəʊst/ = NOUN: καύχημα; USER: μπορεί να υπερηφανεύεται, υπερηφανεύεται, μπορεί να υπερηφανεύεται για, υπερηφανεύεται για, διαθέτει

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
brief /briːf/ = ADJECTIVE: σύντομος, βραχύς; NOUN: περίληψη; VERB: συνοψίζω; USER: σύντομος, σύντομη, σύντομο, συνοπτική, σύντομες

GT GD C H L M O
bright /braɪt/ = ADJECTIVE: λαμπερός, λαμπρός, ευφυής; USER: ευφυής, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό

GT GD C H L M O
budget /ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός; VERB: προϋπολογίζω; USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
category /ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη; USER: κατηγορία, κατηγορίας, την κατηγορία, περιποίηση, της κατηγορίας

GT GD C H L M O
challenge /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν

GT GD C H L M O
champions /ˈtʃæm.pi.ən/ = NOUN: πρωταθλητής, υπερασπιστής, υπερμεγέθης; USER: πρωταθλητές, πρωταθλητών, Champions, Τσάμπιονς, πρωταθλήτρια

GT GD C H L M O
character /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα

GT GD C H L M O
chrome /krəʊm/ = NOUN: χρώμιο; USER: χρώμιο, Chrome, χρωμίου, χρωμέ, το Chrome

GT GD C H L M O
client /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client

GT GD C H L M O
color /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία; ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός; VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα; USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη

GT GD C H L M O
colors /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρωματιστά; USER: χρώματα, χρωμάτων, τα χρώματα, χρώμα

GT GD C H L M O
comfort /ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο; VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω; USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση

GT GD C H L M O
community /kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα; USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
conditioning /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: αιρ-κοντίσιον; USER: κλιματισμού, Κλιματισμός, conditioning, κλιματισμό, μπάνιου

GT GD C H L M O
connection /kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία; USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο

GT GD C H L M O
console /kənˈsəʊl/ = NOUN: κονσόλα; VERB: παρηγορώ; USER: κονσόλα, παρηγορήσει, κονσόλας, παρηγορήσω, παρηγορήσουν

GT GD C H L M O
cool /kuːl/ = ADJECTIVE: δροσερός, ψυχρός, ψύχραιμος, απαθής, ατάραχος; VERB: δροσίζω, κρυώνω, ψύχω; USER: δροσερός, δροσερό, δροσερά, δροσερή, κρυώσει

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
dashboard /ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου; USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
den /den/ = NOUN: φωλιά, λημέρι, καταγώγιο, τρώγλη, κρυσφύγετο, φωλιά θηρίου, ιδιαίτερο δωμάτιο, καμαρούλα; USER: φωλιά, den, κρησφύγετο, ντεν

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
designer /dɪˈzaɪ.nər/ = NOUN: σχεδιαστής; USER: σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, ντιζάιν

GT GD C H L M O
details /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: καθέκαστα, μικροπράματα; USER: λεπτομέρειες, στοιχεία, στοιχείων, πληροφορίες, στοιχείων της, στοιχείων της

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
door /dɔːr/ = NOUN: πόρτα; ADJECTIVE: θύρα; USER: πόρτα, θύρα, πόρτας, θύρας, θυρών, θυρών

GT GD C H L M O
driver /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης

GT GD C H L M O
duster /ˈdʌs.tər/ = NOUN: ξεσκονόπανο, ξεσκονιστήρι; USER: ξεσκονόπανο, duster, ξεσκονόπανων, θειωτήρας, ξεσκονιστήρι

GT GD C H L M O
dynamics /daɪˈnæm.ɪks/ = NOUN: δυναμική; USER: δυναμική, δυναμικής, δυναμικές, δυναμική της, τη δυναμική

GT GD C H L M O
embrace /ɪmˈbreɪs/ = VERB: αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι; NOUN: εναγκαλισμός, περίπτυξη; USER: αγκαλιάζω, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enhance /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση

GT GD C H L M O
enhanced /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενισχυμένη, ενισχυμένης, αυξημένη, ενισχυμένο, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
enthusiastic /enˌTHo͞ozēˈastik/ = ADJECTIVE: ενθουσιώδης; USER: ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιασμένοι

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
ergonomics /ˌɜː.ɡəˈnɒm.ɪks/ = USER: εργονομία, εργονομίας, την εργονομία, η εργονομία

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
expects /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: αναμένει, προσδοκά, αναμένει ότι, αναμένει από, περιμένει

GT GD C H L M O
f /ef/ = USER: φά, στ,

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
featuring /ˈfiː.tʃər/ = VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηρίζει, διαθέτει, που χαρακτηρίζει, που διαθέτει, διαθέτουν

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
finishes /ˈfɪn.ɪʃ/ = NOUN: φινίρισμα, τέλος, επεξεργασία; VERB: τελειώνω, τελειοποιώ, περατώ; USER: τελειώματα, φινιρίσματα, τελειώνει, φινίρισμα, τέρματα, τέρματα

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
flush /flʌʃ/ = NOUN: έξαψη, ερύνθημα, συρροή; VERB: κοκκινίζω, ερυθριώ, εξάπτω, κατακλύζω, εξάπτομαι, εκπλύνω, εκπλύνομαι; ADJECTIVE: άφθονος, ισόπεδος, πλήρης; USER: ξεπλύνετε, ξεπλένετε, διοχέτευση, καθαρίσουμε, έκπλυση

GT GD C H L M O
focused /ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
fun /fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο; USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν

GT GD C H L M O
gap /ɡæp/ = NOUN: χάσμα, άνοιγμα; USER: χάσμα, άνοιγμα, θέση, κενό, χάσματος

GT GD C H L M O
generation /ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, γενεά, γέννηση; USER: παραγωγή, γενεά, γενιά, γενιάς, παραγωγής

GT GD C H L M O
generous /ˈdʒen.ər.əs/ = ADJECTIVE: γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, γενναίος, ανοιχτοχέρης; USER: γενναιόδωρος, γενναιόδωρη, γενναιόδωρο, πλούσιο, γενναιόδωρες

GT GD C H L M O
genesis /ˈdʒen.ə.sɪs/ = NOUN: γένεση, γένεσις; USER: γένεση, Genesis, Γένεσης, Γένεσις, γένεσή

GT GD C H L M O
grain /ɡreɪn/ = NOUN: σιτηρά, κόκκος, στάρι, υφή, διεύθυνση των ίνων ξύλου χαρτού; USER: σιτηρά, κόκκος, σιτηρών, κόκκους, δημητριακών

GT GD C H L M O
had /hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει

GT GD C H L M O
hard /hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά; ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς; USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο

GT GD C H L M O
harmony /ˈhɑː.mə.ni/ = NOUN: αρμονία, σύμπνοια, συγχορδία, συμμετρία; USER: αρμονία, αρμονίας, την αρμονία, της αρμονίας, αρμονικά

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
higher /ˈhaɪ.ər/ = USER: υψηλότερα, υψηλότερες, υψηλότερη, υψηλότερο, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
iconic /aɪˈkɒn.ɪk/ = USER: εικονική, εικονικό, εμβληματικά, εμβληματικό, εικονικά

GT GD C H L M O
ideas /aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα; USER: ιδέες, ιδεών, τις ιδέες, ιδέες για, οι ιδέες

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
improved /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν, βελτίωση, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
improves /imˈpro͞ov/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτιώνει, βελτιώνει την, βελτιώνεται, βελτιώνει τη, βελτίωση

GT GD C H L M O
improving /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση, βελτίωση της, τη βελτίωση της, βελτιώνοντας

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
industrial /ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός; USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές

GT GD C H L M O
instagram /ˈɪn.stə.ɡræm/ = USER: instagram, του Instagram, το Instagram,

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
interesting /ˈɪn.trəs.tɪŋ/ = ADJECTIVE: ενδιαφέρων; USER: ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες

GT GD C H L M O
interior /ɪnˈtɪə.ri.ər/ = NOUN: εσωτερικό; ADJECTIVE: εσωτερικός, ενδότερος; USER: εσωτερικό, εσωτερικός, Εσωτερικών, εσωτερική, εσωτερικού

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
larger /lɑːdʒ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος, μείζων; USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
lateral /ˈlæt.rəl/ = ADJECTIVE: πλευρικός, πλάγιος; USER: πλευρικός, πλευρική, πλευρικής, πλευρικές, πλάγια

GT GD C H L M O
launch /lɔːntʃ/ = NOUN: εκτόξευση, μεγάλη λέμβος, πλοιάριο; VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: εκτόξευση, ξεκινήσει, έναρξη, δρομολογήσει, την έναρξη

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
longer /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος; ADVERB: περισσότερα, μακρότερα; USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
lumbar /ˈlʌm.bər/ = ADJECTIVE: οσφυακός της μέσης; USER: οσφυϊκή, οσφυϊκής, οσφυϊκή μοίρα της, οσφυϊκή μοίρα, οσφυϊκής μοίρας

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
meanwhile /ˈmiːn.waɪl/ = USER: Εν τω μεταξύ,, εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, Στο μεταξύ, μεταξύ

GT GD C H L M O
mobilized /ˈməʊ.bɪ.laɪz/ = VERB: κινητοποιώ, επιστρατεύω; USER: κινητοποιηθούν, κινητοποιείται, κινητοποιήθηκαν, κινητοποιούνται, κινητοποιηθεί

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
modernized = USER: εκσυγχρονισμένο, εκσυγχρονισμένη, εκσυγχρόνισε, εκσυγχρονιστεί, εκσυγχρονιστούν,

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motor /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; ADJECTIVE: κινητήριος; VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο; USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα

GT GD C H L M O
native /ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος; USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
offers /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
orange /ˈɒr.ɪndʒ/ = NOUN: πορτοκάλι, πορτοκαλέα; ADJECTIVE: πορτοκαλόχρους; USER: πορτοκάλι, πορτοκαλί, Orange, Όραντζ, πορτοκαλιού, πορτοκαλιού

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
panels /ˈpæn.əl/ = NOUN: πίνακας, φάτνωμα, κατάλογος ένορκων; USER: πάνελ, πίνακες, συλλέκτες, πλάκες, πινάκων

GT GD C H L M O
pay /peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία; VERB: πληρώνω, προσφέρω; USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν

GT GD C H L M O
perceived /pəˈsiːv/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διορώ; USER: αντιληπτή, αντιληπτό, αντιλαμβάνονται, αντιληπτές, θεωρείται

GT GD C H L M O
phenomenon /fəˈnɒm.ɪ.nən/ = NOUN: φαινόμενο; USER: φαινόμενο, φαινομένου, το φαινόμενο, φαινόμενο που, φαινόμενο αυτό

GT GD C H L M O
piano /piˈæn.əʊ/ = NOUN: πιάνο, κλειδοκύμβαλο; ADVERB: άνω σιγά; USER: πιάνο, πιάνου, piano, στο πιάνο, πιάνων

GT GD C H L M O
places /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέσεις, χώρους, μέρη, σημεία, τόπους

GT GD C H L M O
presence /ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό; USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία

GT GD C H L M O
previous /ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός; USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες

GT GD C H L M O
program /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
proud /praʊd/ = ADJECTIVE: υπερήφανος, περήφανος, φιλότιμος; USER: υπερήφανος, περήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανη

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
putting /ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
raised /reɪz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω; USER: έθεσε, ανέκυψαν, εγείρει, προέβαλε, τέθηκαν

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
redesigned /ˌriːdɪˈzaɪnd/ = USER: επανασχεδιαστεί, επανασχεδιασμένο, ανασχεδιασμένο, επανασχεδιάστηκε, επανασχεδιασμένη

GT GD C H L M O
revamped /ˌriːˈvæmp/ = VERB: ανακαινίζω; USER: ανανεωμένη, ανανεωμένο, ανανεωμένης, ανανεωθεί, ανακαινισμένη

GT GD C H L M O
reworked /rēˈwərk/ = USER: επαναδιατυπώθηκε, αναδιατύπωση, τροποποιημένο, επαναδιατυπωθεί, αναδιατυπωθεί"

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
robust /rəʊˈbʌst/ = ADJECTIVE: εύρωστος, ρωμαλέος, εύσωμος; USER: εύρωστος, ισχυρή, ισχυρό, εύρωστη, εύρωστο

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
satin /ˈsæt.ɪn/ = NOUN: σατέν, ατλάζι; USER: σατέν, Satin, Σατινέ, Ματ, Εντυπωσιακό σατέν

GT GD C H L M O
screen /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω; USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο

GT GD C H L M O
seat /siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία; VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: κάθισμα, έδρα, θέση, καθίσματος, έδρας

GT GD C H L M O
seating /ˈsiː.tɪŋ/ = VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: καθιστικό, καθίσματα, καθισμάτων, καθιστικού, θέσεων

GT GD C H L M O
seats /siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία; VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: θέσεις, καθίσματα, θέσεων, έδρες, καθισμάτων

GT GD C H L M O
shaped /ʃeɪpt/ = ADJECTIVE: σχηματισμένος; USER: σχήμα, σχήματος, σε σχήμα, διαμορφωμένο, μορφής

GT GD C H L M O
shockingly /ˈʃɒk.ɪŋ/ = USER: σοκαριστικά, συγκλονιστικά, σκανδαλωδώς, shockingly, συγκλονιστικό

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
sing /sɪŋ/ = VERB: τραγουδώ, ψάλλω, άδω; NOUN: νόημα; USER: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω

GT GD C H L M O
skipped /skɪp/ = VERB: παραλείπω, πηδώ, χοροπηδώ, υπερπηδώ; USER: παραλείφθηκε, υπερπήδηση, παραλείπονται, παραλείπεται, παραλειφθεί

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
solid /ˈsɒl.ɪd/ = ADJECTIVE: στερεός, συμπαγής, ατόφιος, μονόχρωμος, σύσσωμος; NOUN: στέρεο; USER: στερεός, στέρεο, συμπαγής, στερεό, στερεά

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
spacious /ˈspeɪ.ʃəs/ = ADJECTIVE: ευρύχωρος, άνετος, εκτεταμένος; USER: ευρύχωρο, ευρύχωρα, ευρύχωρη, ευρύχωρες, άνετα

GT GD C H L M O
speakers /ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής; USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία

GT GD C H L M O
statutory /ˈstæt.jʊ.tər.i/ = ADJECTIVE: θεσπισμένος, νομοθετημένος; USER: εκ του νόμου, υποχρεωτικό, του νόμου, νόμου, νόμιμο

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
stowage /ˈstōij/ = NOUN: στοίβασμα; USER: στοιβασία, στοιβασίας, στοιβάγματος, η στοιβασία, αποθηκευτικό,

GT GD C H L M O
strong /strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη

GT GD C H L M O
style /staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό; VERB: προσαγορεύω; USER: στυλ, ύφος, στιλ, το στυλ, το ύφος, το ύφος

GT GD C H L M O
styling /staɪl/ = VERB: προσαγορεύω; USER: styling, στυλ, φορμάρισμα, το styling, φορμάρισμα των

GT GD C H L M O
subscribe /səbˈskraɪb/ = VERB: υπογράφω, συνεισφέρω, εγκτάφομαι συνδρομητής; USER: εγγραφείτε, εγγραφή, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε

GT GD C H L M O
subtitles /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
supporters /səˈpɔː.tər/ = NOUN: υποστηρικτής; USER: υποστηρικτές, οπαδών, υποστηρικτές του, οι υποστηρικτές, υποστηρικτών

GT GD C H L M O
suv /ˌes.juːˈvi/ = USER: SUV, SUV της"

GT GD C H L M O
switch /swɪtʃ/ = NOUN: διακόπτης, αλλαγή, διακόπτης ηλεκτρικών συρμάτων, κινητοί συνδετικοί ράβδοι σιδηροδρόμου, μαστίγιο, συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων, λεπτή ράβδος, βέργα; VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση; USER: αλλαγή, διακόπτης, μεταβείτε, εναλλαγή, στραφούν

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
terms /tɜːm/ = NOUN: όροι; USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
totally /ˈtəʊ.təl.i/ = ADVERB: καθ' ολοκληρίαν; USER: εντελώς, απόλυτα, συνολικά, τελείως, πλήρως

GT GD C H L M O
twitter /ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα; VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι; USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για

GT GD C H L M O
unveiled /ʌnˈveɪl/ = VERB: αποκαλύπτω; USER: αποκαλυπτήρια, παρουσίασε, αποκάλυψε, παρουσιάστηκε, παρουσιαστεί

GT GD C H L M O
updated /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, επικαιροποιημένο, ενημερωμένο, ενημερώνεται, ενημερώθηκε

GT GD C H L M O
upholstery /əpˈhōlst(ə)rē,əˈpōl-/ = NOUN: ταπετσαρία, επιπλόστρωση, παραπετάσματα; USER: ταπετσαρία, Ταπετσαρίες, ταπετσαρίας, ταπετσαριών, επιπλώσεων

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
van /væn/ = NOUN: βαν, φορτηγό, βαγόνι αποσκευών, πρωτοπορεία, σκεπασμένο κάρο μετακομίσεως; USER: βαν, φορτηγό, Van

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
visible /ˈvɪz.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ορατός, θεατός; USER: ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές

GT GD C H L M O
vivid /ˈvɪv.ɪd/ = ADJECTIVE: ζωντανός, ζωηρός; USER: ζωηρός, ζωντανός, ζωντανή, ζωντανά, ζωντανές

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whole /həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο; ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος; USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
wonderful /ˈwʌn.də.fəl/ = ADJECTIVE: θαυμάσιος, υπέροχος, θαυμαστός, αξιοθαύμαστος; USER: θαυμάσιος, υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο, θαυμάσια

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

225 words